- γόρτυξ
- γόρτυξ· ὄρτυξ, Hsch. [full] γόρυνος· μῦς, βάτραχος, Id.; ὁ μικρὸς βάτραχος, Zonar. (Cf. γύρινος.)
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
όρτυξ — ο (Α ὄρτυξ, υγος και υκος, ὁ και ἡ) λόγια ονομασία τού ορτυκιού αρχ. είδος φυτού, ο στελεφούρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το εκφραστικό επίθημα υξ της λέξης απαντά και σε άλλα ονόματα πτηνών (πρβλ. βαίβυξ, ίβυξ, κόκκυξ). Το αρκτικό F πoυ… … Dictionary of Greek
u̯ortoko- (*su̯ortoko-) — u̯ortoko (*su̯ortoko ) English meaning: quail Deutsche Übersetzung: “Wachtel” Material: O.Ind. vartaka m., vártikü f. “Wachtel”; Gk. ὄρτυξ, υγος, by Gramm. also υκος and with ῡ , by Hes. γόρτυξ, i.e. Fόρτυξ “Wachtel”, dessen… … Proto-Indo-European etymological dictionary